μαλακώνω

μαλακώνω
1. μετ.
1) смягчать; размягчать; разминать;

αυτή η αλοιφή μαλακώνει το δέρμα — этот крем смягчает кожу;

2) перен. смягчать; облегчать, успокаивать;

αυτό το φάρμακο μαλακώνει το βήχα — это лекарство смягчает кашель;

μαλακώνω τον πόνο — успокаивать, облегчать боль;

3) перен. смягчать (кого-л.);
τον μαλάκωσα με τα κλάματα μου мои слёзы смягчили его; 2. αμετ. 1) смягчаться, размягчаться; 2) перен. смягчаться; ослабевать, утихать, успокаиваться; ο καιρός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μαλακώνω" в других словарях:

  • μαλακώνω — μαλακώνω, μαλάκωσα, μαλακωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μαλακώνω — (Α μαλακῶ, όω, Μ μαλακώνω) [μαλακός] μαλάζω, κάνω κάτι ευμάλακτο νεοελλ. 1. ανακουφίζω, καταπραΰνω («το φάρμακο αυτό μού μαλάκωσε τον πόνο») 2. (για πρόσ.) κατευνάζω, ηρεμώ («μόλις έβαλα τα κλάματα τόν μαλάκωσα και άρχισε τη συζήτηση») 3. γίνομαι …   Dictionary of Greek

  • μαλακώνω — μαλάκωσα, μαλακωμένος 1. κάνω κάτι μαλακό, απαλό: Το κρέας μαλάκωσε με το βράσιμο. 2. μτφ., καταπραΰνω, καλμάρω, κατευνάζω: Ο θυμός του μαλάκωσε όταν έμαθε την αλήθεια. 3. αμτβ., γίνομαι μαλακός, καταπραΰνομαι, καλμάρω: Ο καιρός μαλάκωσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απαλύνω — κ. απαλαίνω (Α ἁπαλύνω) νεοελλ. μτφ. ανακουφίζω, μετριάζω καταπραΰνω αρχ. 1. κάνω κάτι μαλακό, τρυφερό, μαλακώνω 2. κάνω κάτι παχύ 3. παθ. μτφ. καταπραΰνομαι, μαλακώνω …   Dictionary of Greek

  • μαλάκωμα — το [μαλακώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαλακώνω, μαλάκυνση, απάλυνση 2. καταπράυνση, κατευνασμός («το μαλάκωμα τού θυμού») 3. (για την καιρική κατάσταση) η μετατροπή προς το πιο ήπιο, η καλυτέρευση …   Dictionary of Greek

  • μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… …   Dictionary of Greek

  • μαλθακός — ή, ό (AM μαλθακός, ή, όν, Α αιολ. τ. αρσ. μόλθακος) 1. μαλακός, απαλός, τρυφερός («μαλθακαὶ πλευραί», Πολυδ.) 2. άτολμος, λιγόψυχος νεοελλ. ασκληραγώγητος μσν. αρχ. κίναιδος αρχ. 1. αδύνατος, ασθενικός («καὶ τὸ ξίφος οὐ δύναμαι κατέχειν, ἀλλ ἤδη… …   Dictionary of Greek

  • μουλιάζω — 1. αφήνω κάτι στο νερό πολλή ώρα για να μαλακώσει και να καθαρίσει, διαβρέχω, μουσκεύω 2. διαποτίζομαι με νερό και μαλακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ammollare «μουσκεύω, μαλακώνω», ενώ κατ άλλους, από αμάρτυρο ιταλ. *molliare. Ο τ. συνδέεται με το… …   Dictionary of Greek

  • πεπαίνω — ΝΜΑ [πένων] παθ. πεπαίνομαι γίνομαι ώριμος, ωριμάζω («έκειντο πεπαινόμενα εις τον ήλιον μακρυλά καρπούζια», Παπαδ.) μσν. αρχ. παθ. θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι αρχ. 1. (σχετικά με φυτό) καθιστώ κάτι ώριμο, μαλακώνω 2. (αμτβ.) έχω ώριμους καρπούς 3.… …   Dictionary of Greek

  • προαναμαλάσσω — Α μαλακώνω κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναμαλάσσω «μαλάζω, μαλακώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προκαταμαλάσσω — Α καθιστώ κάτι μαλακό εκ τών προτέρων, μαλακώνω από τα πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταμαλάσσω «μαλακώνω με τριβή ή αλοιφή»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»